Εξουσιοδοτούμαι στα λιθουανικά
Μετάφραση: εξουσιοδοτούμαι, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
esu, am
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξουσιοδοτούμαι
εξουσιοδοτούμαι λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εξουσιοδοτούμαι στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- εξουσία στα λιθουανικά - jėga, svoris, autoritetas, valdžia, galia, galios, jėgos, ...
- εξουσιάζω στα λιθουανικά - valdyti, kontrolė, įveikti, panaikinti, panaikinti finansų kontrolieriaus, gali panaikinti
- εξουσιοδοτώ στα λιθουανικά - leisti, leidžia, įgalioti, leidimą, įgalioja
- εξουσιοδότηση στα λιθουανικά - leidimas, leidimo, leidimą, leidimų, autorizacijos
Τυχαίες λέξεις
Εξουσιοδοτούμαι στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: esu, am
Μεταφράσεις: esu, am