Εξουσιοδοτούμαι στα σουηδικά
Μετάφραση: εξουσιοδοτούμαι, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
investera, am, är, jag, gläder, mig
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξουσιοδοτούμαι
εξουσιοδοτούμαι λεξικό γλώσσας σουηδικά, εξουσιοδοτούμαι στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- εξουσία στα σουηδικά - kraft, styrka, makt, auktoritet, ström, effekt
- εξουσιάζω στα σουηδικά - kontrollera, kontroll, styra, behärska, upphäva, åsidosätta, låta att ta hänsyn, ...
- εξουσιοδοτώ στα σουηδικά - tillåta, godkänna, bemyndiga, tillstånd, bemyndigande
- εξουσιοδότηση στα σουηδικά - fullmakt, provision, nämnd, kommission, tillstånd, auktorisation, godkännande, ...
Τυχαίες λέξεις
Εξουσιοδοτούμαι στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: investera, am, är, jag, gläder, mig
Μεταφράσεις: investera, am, är, jag, gläder, mig