Κάτοικος στα λιθουανικά
Μετάφραση: κάτοικος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gyventojas, gyvena, rezidentas, rezidentė, gyvenamoji
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κάτοικος
κάτοικος εξωτερικού εφορία, κάτοικοσ πατρών, κάτοικος εξωτερικού κλειδάριθμος, κάτοικος εξωτερικού, κάτοικος της κω, κάτοικος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, κάτοικος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- κάταγμα στα λιθουανικά - lūžis, lūžių, lūžio, kaulų lūžių, lūžiai
- κάτισχνος στα λιθουανικά - išvargęs, išsekintas, išsekęs, Haggard, Wybiedzony
- κάτοχος στα λιθουανικά - savininkas, gyventojas, turėtojas, laikiklis, turėtojui, turėtojo
- κάτω στα λιθουανικά - žemyn, nustatantis, nustatantį, nustatančio
Τυχαίες λέξεις
Κάτοικος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: gyventojas, gyvena, rezidentas, rezidentė, gyvenamoji
Μεταφράσεις: gyventojas, gyvena, rezidentas, rezidentė, gyvenamoji