Κάτοικος στα ουγγρικά

Μετάφραση: κάτοικος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lakos, helytartó, tartózkodó, lakó, rezidens, lakóhellyel, belföldi illetőségű
Κάτοικος στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κάτοικος

κάτοικος εξωτερικού εφορία, κάτοικοσ πατρών, κάτοικος εξωτερικού κλειδάριθμος, κάτοικος εξωτερικού, κάτοικος της κω, κάτοικος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, κάτοικος στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • κάταγμα στα ουγγρικά - törés, törési, törést, repedés, törések
  • κάτισχνος στα ουγγρικά - ösztövér, kísérteties, szikár, elgyötört, nyúzott, megviselt, elkínzott
  • κάτοχος στα ουγγρικά - birtokos, lakó, birtokló, tartó, jogosultja, birtokosa, jogosultjának
  • κάτω στα ουγγρικά - leégve, pihe, le, lefelé, megállapított, megállapításáról, meghatározott
Τυχαίες λέξεις
Κάτοικος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: lakos, helytartó, tartózkodó, lakó, rezidens, lakóhellyel, belföldi illetőségű