Κυρτός στα λιθουανικά
Μετάφραση: κυρτός, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išgaubtas, išgaubti, išgaubta, Iškilioji, išgaubtos
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κυρτός
κυρτός συνδυασμός, κυρτός φακός, κυρτός γραμμικός συνδυασμός, κυρτός καθρέφτης, κυρτός κοίλος, κυρτός λεξικό γλώσσας λιθουανικά, κυρτός στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- κυριολεκτικός στα λιθουανικά - pažodinis, pažodžiui, pažodinio, pažodinį, pažodinė
- κυριότερος στα λιθουανικά - pagrindinis, pagrindinė, pagrindinę, vykdytojas, pagrindiniu
- κυρτώνω στα λιθουανικά - kreivė, linkis, lankstas, vingis, Strėlė, išlinkis, kreivumas, ...
- κυρώνω στα λιθουανικά - ratifikuoja
Τυχαίες λέξεις
Κυρτός στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: išgaubtas, išgaubti, išgaubta, Iškilioji, išgaubtos
Μεταφράσεις: išgaubtas, išgaubti, išgaubta, Iškilioji, išgaubtos