Κυρτός στα ουκρανικά

Μετάφραση: κυρτός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
похилість, вигнутий, луг, донесхочу, крадений, опуклий, випуклий, опукле
Κυρτός στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κυρτός

κυρτός συνδυασμός, κυρτός φακός, κυρτός γραμμικός συνδυασμός, κυρτός καθρέφτης, κυρτός κοίλος, κυρτός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κυρτός στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • κυριολεκτικός στα ουκρανικά - письменність, буквальний, буквальне, буквального, дослівний
  • κυριότερος στα ουκρανικά - калічить, головний, головне, головного
  • κυρτώνω στα ουκρανικά - вигибатися, дуга, вигибати, опуклість, випуклість, випинання, нерівність
  • κυρώνω στα ουκρανικά - ратифікувати, обґрунтовувати, затверджувати, ратифікує
Τυχαίες λέξεις
Κυρτός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: похилість, вигнутий, луг, донесхочу, крадений, опуклий, випуклий, опукле