Νοσοκόμα στα λιθουανικά
Μετάφραση: νοσοκόμα, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
slaugė, sesuo, slaugytoja, medicinos sesuo, slaugytojas, seselė, slaugytojai
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νοσοκόμα
νοσοκόμα φάρσα, νοσοκόμα της κέιτ, νοσοκόμα αγγλία, νοσοκόμα θεσσαλονίκη, νοσοκόμα ονειροκρίτης, νοσοκόμα λεξικό γλώσσας λιθουανικά, νοσοκόμα στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- νοσοκομείο στα λιθουανικά - ligoninė, ligoninės, ligoninėje, ligoninių, Hospital
- νοσοκομειακό στα λιθουανικά - ligoninė, ligoninės, ligoninėje, ligoninių, Hospital
- νοσταλγία στα λιθουανικά - nostalgija, nostalgijos, ilgesys, nostalgiją, nostalgijai
- νοσταλγικός στα λιθουανικά - nostalgiškas, nostalgija, nostalgiška, nostalgiją, nostalgišką
Τυχαίες λέξεις
Νοσοκόμα στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: slaugė, sesuo, slaugytoja, medicinos sesuo, slaugytojas, seselė, slaugytojai
Μεταφράσεις: slaugė, sesuo, slaugytoja, medicinos sesuo, slaugytojas, seselė, slaugytojai