Νοσοκόμα στα ολλανδικά

Μετάφραση: νοσοκόμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ziekenverpleegster, verpleegster, verzorgen, ziekenzuster, verpleegkundige, nurse, verpleegsters, verpleger
Νοσοκόμα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: νοσοκόμα

νοσοκόμα φάρσα, νοσοκόμα της κέιτ, νοσοκόμα αγγλία, νοσοκόμα θεσσαλονίκη, νοσοκόμα ονειροκρίτης, νοσοκόμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, νοσοκόμα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • νοσοκομείο στα ολλανδικά - ziekenhuis, hospitaal, gasthuis, het ziekenhuis, hospital, ziekenhuizen
  • νοσοκομειακό στα ολλανδικά - ziekenauto, veldhospitaal, ambulance, ambulancewagen, ziekenwagen, ziekenhuis, hospitaal, ...
  • νοσταλγία στα ολλανδικά - heimwee, nostalgie, nostalgia, nostalgische, nostalgisch
  • νοσταλγικός στα ολλανδικά - nostalgisch, nostalgische, nostalgie
Τυχαίες λέξεις
Νοσοκόμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ziekenverpleegster, verpleegster, verzorgen, ziekenzuster, verpleegkundige, nurse, verpleegsters, verpleger