Οικισμός στα λιθουανικά
Μετάφραση: οικισμός, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kaimas, gyvenvietė, atsiskaitymas, atsiskaitymų, atsiskaitymo, sprendimo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οικισμός
οικισμός χοιροκοιτίας, οικισμός in english, οικισμός γέννησης στα αγγλικά, οικισμός ουζιέλ, οικισμός προ του 1923, οικισμός λεξικό γλώσσας λιθουανικά, οικισμός στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- οικειότητα στα λιθουανικά - intymumas, intymumo, artumas, draugystė
- οικιακός στα λιθουανικά - šeimyna, šeima, namų, Buitinė, namų ūkio, buitinės, namų ūkių
- οικιστής στα λιθουανικά - naujakurys, nusodintuvas, settler, kolonistas, atkilėlis
- οικιστικός στα λιθουανικά - gyvenamasis, Gyvenamieji, Su apgyvendinimu, Gyvenamojo, Gyvenamosios
Τυχαίες λέξεις
Οικισμός στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kaimas, gyvenvietė, atsiskaitymas, atsiskaitymų, atsiskaitymo, sprendimo
Μεταφράσεις: kaimas, gyvenvietė, atsiskaitymas, atsiskaitymų, atsiskaitymo, sprendimo