Οικισμός στα τούρκικα
Μετάφραση: οικισμός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
köy, sömürge, koloni, yerleşme, yerleşim, uzlaştırma, bir yerleşim, yerleşim yeri
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οικισμός
οικισμός χοιροκοιτίας, οικισμός in english, οικισμός γέννησης στα αγγλικά, οικισμός ουζιέλ, οικισμός προ του 1923, οικισμός λεξικό γλώσσας τούρκικα, οικισμός στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- οικειότητα στα τούρκικα - bilgi, samimiyet, yakınlık, samimiyeti, yakınlığın, yakınlaşma
- οικιακός στα τούρκικα - aile, evcimen, evcil, ev, hanehalkı, hane, evsel, ...
- οικιστής στα τούρκικα - göçmen, yerleşimci, settler, yerleşimci bir, bir yerleşimci
- οικιστικός στα τούρκικα - yerleşim, Konut, bir yerleşim, Residential, Emlak
Τυχαίες λέξεις
Οικισμός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: köy, sömürge, koloni, yerleşme, yerleşim, uzlaştırma, bir yerleşim, yerleşim yeri
Μεταφράσεις: köy, sömürge, koloni, yerleşme, yerleşim, uzlaştırma, bir yerleşim, yerleşim yeri