Οικισμός στα νορβηγικά
Μετάφραση: οικισμός, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
overenskomst, ordning, bygd, landsby, koloni, oppgjør, bosetting, bosetning, oppgjøret
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οικισμός
οικισμός χοιροκοιτίας, οικισμός in english, οικισμός γέννησης στα αγγλικά, οικισμός ουζιέλ, οικισμός προ του 1923, οικισμός λεξικό γλώσσας νορβηγικά, οικισμός στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- οικειότητα στα νορβηγικά - intimitet, intimiteten, nærhet, fortrolighet, intime
- οικιακός στα νορβηγικά - hjemlig, huslig, husholdning, familie, slekt, husstand, husholdningen, ...
- οικιστής στα νορβηγικά - nybygger, bunnfellings, nybygg, bosetter, settler
- οικιστικός στα νορβηγικά - Residential, bolig, Fritt, boligområde
Τυχαίες λέξεις
Οικισμός στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: overenskomst, ordning, bygd, landsby, koloni, oppgjør, bosetting, bosetning, oppgjøret
Μεταφράσεις: overenskomst, ordning, bygd, landsby, koloni, oppgjør, bosetting, bosetning, oppgjøret