Παρακμάζω στα λιθουανικά
Μετάφραση: παρακμάζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atoslūgis, kritimas, Maksimalus greitis aukštos srovės, Atplūdi, mažėti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παρακμάζω
παρακμάζω συνώνυμα, παρακμάζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, παρακμάζω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- παρακινώ στα λιθουανικά - paraginti, ragina, raginti, raginame, primygtinai
- παρακλάδι στα λιθουανικά - atšaka, atžala, Ablegier, atsišakojimas, Išvestinė
- παρακμή στα λιθουανικά - mažėjimas, nuosmukis, sumažėjimas, nuosmukį, nuosmukio
- παρακολουθώ στα λιθουανικά - klausyti, sargybinis, žiūrėti, monitorius, sargyba, laikrodis, stebėti, ...
Τυχαίες λέξεις
Παρακμάζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: atoslūgis, kritimas, Maksimalus greitis aukštos srovės, Atplūdi, mažėti
Μεταφράσεις: atoslūgis, kritimas, Maksimalus greitis aukštos srovės, Atplūdi, mažėti