Παρακμάζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: παρακμάζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verval, bederf, verrotten, eb, ebbe, pitje, ebb, eb-
Παρακμάζω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παρακμάζω

παρακμάζω συνώνυμα, παρακμάζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, παρακμάζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • παρακινώ στα ολλανδικά - opruien, motiveren, aansporen, prikkelen, ophitsen, aanvuren, aanwakkeren, ...
  • παρακλάδι στα ολλανδικά - zijtak, tak, uitloper, afsplitsing, loot
  • παρακμή στα ολλανδικά - bederf, verrotten, verval, achteruitgang, daling, daling van, afname
  • παρακολουθώ στα ολλανδικά - bekijken, afluisteren, verzorgen, verplegen, schouwen, nagaan, polshorloge, ...
Τυχαίες λέξεις
Παρακμάζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verval, bederf, verrotten, eb, ebbe, pitje, ebb, eb-