Πεζικό στα λιθουανικά
Μετάφραση: πεζικό, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pėstininkai, pėstininkų, pėstininkas, Infantry, pėstieji
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεζικό
βυζαντινό πεζικό, πεζικό (βαρέα όπλα), πεζικό υεα, ελληνικό πεζικό, πεζικό τρίπολη, πεζικό λεξικό γλώσσας λιθουανικά, πεζικό στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- πεδικλώνω στα λιθουανικά - rišti, kelionė, sukaustyti, Susieti rankomis bei kojomis, apkaustyti, pančioti, grandinė
- πεζεύω στα λιθουανικά - pezefo
- πεζοδρόμιο στα λιθουανικά - šaligatvis, grindinys, šaligatvio, sidewalk, šaligatviu, potykacz
- πεζοναύτης στα λιθουανικά - jūrų, Marine, jūros, jūrinis, jūrinių
Τυχαίες λέξεις
Πεζικό στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: pėstininkai, pėstininkų, pėstininkas, Infantry, pėstieji
Μεταφράσεις: pėstininkai, pėstininkų, pėstininkas, Infantry, pėstieji