Πιτσιλίζω στα λιθουανικά
Μετάφραση: πιτσιλίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
purslai, taškymas, drabstymas, išdrabstyti, apdrėbti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πιτσιλίζω
πιτσιλίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, πιτσιλίζω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- πιτζάμα στα λιθουανικά - pižama, pižamos, pižamomis, pyjamas, pižamas
- πιτσιλάω στα λιθουανικά - šlakelis, dribčioti, išmarginti lopais, ištėkšti, aptėkšti
- πιτσιρίκος στα λιθουανικά - paauglys, nepilnametis, vaikas, vaikėzas, nipper, gnaibytojas, Degunkniebis, ...
- πιτσούνι στα λιθουανικά - neapsiplunksnavęs, beplunksnis, kresnas, drimba, minkšta pagalvėlė
Τυχαίες λέξεις
Πιτσιλίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: purslai, taškymas, drabstymas, išdrabstyti, apdrėbti
Μεταφράσεις: purslai, taškymas, drabstymas, išdrabstyti, apdrėbti