Πιτσιλίζω στα ουκρανικά
Μετάφραση: πιτσιλίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
плескати, бризнути, бризки, бризи
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πιτσιλίζω
πιτσιλίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πιτσιλίζω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- πιτζάμα στα ουκρανικά - піжама, пижама, піжами
- πιτσιλάω στα ουκρανικά - бризнути, плескати, сплеск, всплеск, спалах
- πιτσιρίκος στα ουκρανικά - дрібничку, ласощі, кліщі, дрібничка, отой, поки-то, щипці, ...
- πιτσούνι στα ουκρανικά - матрац, кушетка
Τυχαίες λέξεις
Πιτσιλίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: плескати, бризнути, бризки, бризи
Μεταφράσεις: плескати, бризнути, бризки, бризи