Συστολή στα λιθουανικά
Μετάφραση: συστολή, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vertimas, prievarta, susitraukimas, susitraukimo, sumažėjimas, susitraukimą, sumaž ÷
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συστολή
συστολή και διαστολή, συστολή και διαστολή υγρών, συστολή θρόμβου, συστολή ξήρανσης, συστολή αγγλίας, συστολή λεξικό γλώσσας λιθουανικά, συστολή στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- συστατικός στα λιθουανικά - dalis, elementas, sudėtinė dalis, sudedamoji, sudedamoji dalis, sudėtinė, sudedamųjų dalių
- συστοιχία στα λιθουανικά - grupė, kekė, puokštė, baterija, akumuliatorius, baterijos, akumuliatoriaus, ...
- συσφίγγω στα λιθουανικά - susiaurinti, suspausti, suveržti, suvaržyti, constrict
- συσχέτιση στα λιθουανικά - koreliacija, koreliacijos, ryšys, koreliacinės, ryšio
Τυχαίες λέξεις
Συστολή στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: vertimas, prievarta, susitraukimas, susitraukimo, sumažėjimas, susitraukimą, sumaž ÷
Μεταφράσεις: vertimas, prievarta, susitraukimas, susitraukimo, sumažėjimas, susitraukimą, sumaž ÷