Συστολή στα ολλανδικά

Μετάφραση: συστολή, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beperking, samentrekking, inkrimping, contractie, krimp, samentrekken
Συστολή στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συστολή

συστολή και διαστολή, συστολή και διαστολή υγρών, συστολή θρόμβου, συστολή ξήρανσης, συστολή αγγλίας, συστολή λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συστολή στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • συστατικός στα ολλανδικά - deel, part, element, gedeelte, onderdeel, stuk, portie, ...
  • συστοιχία στα ολλανδικά - bos, bundel, wis, accu, batterij, accumulator, de batterij, ...
  • συσφίγγω στα ολλανδικά - klamp, samentrekken, vernauwen, constrict, te vernauwen, vernauwen de
  • συσχέτιση στα ολλανδικά - correlatie, verband, samenhang, relatie, verband weergeven
Τυχαίες λέξεις
Συστολή στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: beperking, samentrekking, inkrimping, contractie, krimp, samentrekken