Συστολή στα πορτογαλικά

Μετάφραση: συστολή, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
contração, contracção, a contração, de contração, contração do
Συστολή στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συστολή

συστολή και διαστολή, συστολή και διαστολή υγρών, συστολή θρόμβου, συστολή ξήρανσης, συστολή αγγλίας, συστολή λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συστολή στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • συστατικός στα πορτογαλικά - parcela, parte, componente, rudimento, quinhão, elemento, meio, ...
  • συστοιχία στα πορτογαλικά - bateria, conjunto, baterias, acumulador, da bateria, pilha, de bateria, ...
  • συσφίγγω στα πορτογαλικά - braçadeira, contrair, comprimir, apertar, constrict, constrição
  • συσχέτιση στα πορτογαλικά - correlação, de correlação, correspondência, relação, correlação de
Τυχαίες λέξεις
Συστολή στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: contração, contracção, a contração, de contração, contração do