Έθνος στα ολλανδικά

Μετάφραση: έθνος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
volk, natie, land, nationale, naturaliseer
Έθνος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έθνος

έθνος παιδεία, έθνος εργασία, εθνος συντάξεις, έθνος και θεσμοί στα χρόνια της τουρκοκρατίας, έθνος της κυριακής, έθνος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, έθνος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • έθιμα στα ολλανδικά - douane, de douane, douane-, douanekantoor
  • έθιμο στα ολλανδικά - gebruik, usance, zede, douane, gewoonte, custom, aangepaste, ...
  • έκβαση στα ολλανδικά - uitslag, consequentie, effect, afloop, indruk, afstammen, oplossing, ...
  • έκδηλος στα ολλανδικά - zuiver, licht, hel, klaarblijkelijk, netto, duidelijk, blijkbaar, ...
Τυχαίες λέξεις
Έθνος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: volk, natie, land, nationale, naturaliseer