Έτος στα ολλανδικά
Μετάφραση: έτος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
jaar
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έτος
έτος κώστα μόντη, έτος δημιουργικότητας και καινοτομίας 2009, έτος φωτός, έτος κόσμου, έτος ελ γκρέκο, έτος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, έτος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- έσχατος στα ολλανδικά - definitief, uiteindelijke, ultieme, ultiem, uiteindelijk, de ultieme
- έτοιμος στα ολλανδικά - af, gereed, afgelopen, klaar, bereid, direct, klaar om
- έτσι στα ολλανδικά - ergo, vervolgens, toen, dusdanig, zozeer, dermate, dan, ...
- έφεση στα ολλανδικά - appelleren, beroep, rechtsmiddel, hoger beroep, hogere voorziening, hogere, aantrekkingskracht
Τυχαίες λέξεις
Έτος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: jaar
Μεταφράσεις: jaar