Έτος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: έτος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ano, bocejo, exercício, ano de, campanha
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έτος
έτος κώστα μόντη, έτος δημιουργικότητας και καινοτομίας 2009, έτος φωτός, έτος κόσμου, έτος ελ γκρέκο, έτος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, έτος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- έσχατος στα πορτογαλικά - terrível, horrível, final, derradeiro, último, última, definitiva
- έτοιμος στα πορτογαλικά - readmitir, prestes, pronto, disposto, pronta, prontos, prontas, ...
- έτσι στα πορτογαλικά - portanto, assim, tão, deste, então, depois, de modo
- έφεση στα πορτογαλικά - apelar, recorrer, recursos, apelação, recurso, apelo, recorrido, ...
Τυχαίες λέξεις
Έτος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: ano, bocejo, exercício, ano de, campanha
Μεταφράσεις: ano, bocejo, exercício, ano de, campanha