Ακλόνητος στα ολλανδικά

Μετάφραση: ακλόνητος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
standvastig, onwankelbaar, ongeschokt, onwrikbaar, onwankelbare, unshaken
Ακλόνητος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακλόνητος

ακλόνητος αντώνυμο, ακλόνητος βράχος σφακτηρία 425 π.χ, ακλόνητος συνώνυμο, ακλόνητος βράχος, ακλόνητοσ νουσ, ακλόνητος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ακλόνητος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ακατοίκητος στα ολλανδικά - onbewoonbaar, onbewoonbare, uninhabitable, onbewoonbaar is, onleefbaar
  • ακεραιότητα στα ολλανδικά - eendracht, samenhang, eenheid, integriteit, de integriteit, integriteit van, de integriteit van, ...
  • ακμάζω στα ολλανδικά - fanfare, fanfarekorps, bloeien, bloem, bloei, Bloom, bloei van
  • ακμή στα ολλανδικά - kroon, hoogtepunt, piek, summum, neus, spits, topje, ...
Τυχαίες λέξεις
Ακλόνητος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: standvastig, onwankelbaar, ongeschokt, onwrikbaar, onwankelbare, unshaken