Ακλόνητος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ακλόνητος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inabalado, firme, inabalável, inabalada, inabaláveis
Ακλόνητος στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακλόνητος

ακλόνητος αντώνυμο, ακλόνητος βράχος σφακτηρία 425 π.χ, ακλόνητος συνώνυμο, ακλόνητος βράχος, ακλόνητοσ νουσ, ακλόνητος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ακλόνητος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ακατοίκητος στα πορτογαλικά - inabitável, inabitáveis, uninhabitable
  • ακεραιότητα στα πορτογαλικά - unidade, união, integridade, a integridade, de integridade, integridade do, da integridade
  • ακμάζω στα πορτογαλικά - floresça, farinha, flor, florescer, floração, Bloom, a Flor
  • ακμή στα πορτογαλικά - extremidade, pico, vértice, ápice, cume, cimo, acne, ...
Τυχαίες λέξεις
Ακλόνητος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: inabalado, firme, inabalável, inabalada, inabaláveis