Ασταμάτητος στα ολλανδικά

Μετάφραση: ασταμάτητος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
niet te stoppen, onstuitbare, unstoppable, niet te stuiten, onstuitbaar
Ασταμάτητος στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασταμάτητος

ασταμάτητος βήχας, ασταμάτητος συνωνυμα, ασταμάτητος θηλασμός, ασταμάτητος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ασταμάτητος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ασταθής στα ολλανδικά - wankel, instabiel, onstabiele, instabiele, onstabiel
  • αστακός στα ολλανδικά - langoest, kreeft, pantserkreeft, zeekreeft, kreeftenpan, lobster, kreeften
  • αστείο στα ολλανδικά - kwinkslag, grol, pots, mop, schertsen, grap, gekscheren, ...
  • αστείος στα ολλανδικά - koddig, guitig, komisch, leuk, grappig, verdacht, raar, ...
Τυχαίες λέξεις
Ασταμάτητος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: niet te stoppen, onstuitbare, unstoppable, niet te stuiten, onstuitbaar