Ασταμάτητος στα ουκρανικά

Μετάφραση: ασταμάτητος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вагання, невизначеність, зупинити, припинити
Ασταμάτητος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασταμάτητος

ασταμάτητος βήχας, ασταμάτητος συνωνυμα, ασταμάτητος θηλασμός, ασταμάτητος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ασταμάτητος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ασταθής στα ουκρανικά - хитливий, мінливий, нестійкий, коливний, нетвердий, нестійкі, нестійке
  • αστακός στα ουκρανικά - вовк, омар, Омара
  • αστείο στα ουκρανικά - кляп, балки, тужитися, затичка, жарт, шутка
  • αστείος στα ουκρανικά - безглуздий, жартівливий, сміховинний, жартівний, грайливість, комік, смішною, ...
Τυχαίες λέξεις
Ασταμάτητος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: вагання, невизначеність, зупинити, припинити