Ασταμάτητος στα πολωνικά

Μετάφραση: ασταμάτητος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nieustanny, nieprzerwany, bezustanny, ustawiczny, nie do zatrzymania, niepowstrzymany, nie do powstrzymania, zatrzymania, powstrzymania
Ασταμάτητος στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασταμάτητος

ασταμάτητος βήχας, ασταμάτητος συνωνυμα, ασταμάτητος θηλασμός, ασταμάτητος λεξικό γλώσσας πολωνικά, ασταμάτητος στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • ασταθής στα πολωνικά - niestateczny, niestały, niestabilny, zmienny, chwiejny, kapryśny, nietrwały, ...
  • αστακός στα πολωνικά - homar, Lobster, homara, homary, homarca
  • αστείο στα πολωνικά - kawał, zakneblować, pośmiewisko, żartować, figiel, żart, zażartować, ...
  • αστείος στα πολωνικά - wesoły, zabawny, żartobliwy, komiczny, komediowy, pocieszny, dowcipny, ...
Τυχαίες λέξεις
Ασταμάτητος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: nieustanny, nieprzerwany, bezustanny, ustawiczny, nie do zatrzymania, niepowstrzymany, nie do powstrzymania, zatrzymania, powstrzymania