Αυθορμητισμός στα ολλανδικά

Μετάφραση: αυθορμητισμός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
spontaniteit, spontaneïteit, spontaan, spontane, de spontaniteit
Αυθορμητισμός στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αυθορμητισμός

αυθορμητισμόσ λεξικο, αυθορμητισμός συνώνυμο, αυθορμητισμός νεων, αυθορμητισμός αποφθεγματα, αυθορμητισμός συνώνυμα, αυθορμητισμός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αυθορμητισμός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αυθεντία στα ολλανδικά - gezag, bevoegdheid, mandaat, machtiging, kantoor, bureel, volmacht, ...
  • αυθεντικός στα ολλανδικά - waar, onvervalst, echt, authentiek, authentieke, authentieke taal, de authentieke taal, ...
  • αυθόρμητος στα ολλανδικά - spontaan, ongevraagde, ongevraagd, ongemotiveerde, unprompted
  • αυλάκι στα ολλανδικά - groef, vore, sponning, gleuf, frons, geul, vouw, ...
Τυχαίες λέξεις
Αυθορμητισμός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: spontaniteit, spontaneïteit, spontaan, spontane, de spontaniteit