Αυθορμητισμός στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: αυθορμητισμός, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
спонтаност, спонтаноста, непосредност, спонтано
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυθορμητισμός
αυθορμητισμόσ λεξικο, αυθορμητισμός συνώνυμο, αυθορμητισμός νεων, αυθορμητισμός αποφθεγματα, αυθορμητισμός συνώνυμα, αυθορμητισμός λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, αυθορμητισμός στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- αυθεντία στα σλαβομακεδονικά - орган, власт, авторитет, овластување, органот
- αυθεντικός στα σλαβομακεδονικά - автентични, автентичен, автентичната, автентично, автентична
- αυθόρμητος στα σλαβομακεδονικά - неподсказан
- αυλάκι στα σλαβομακεδονικά - бразда, бразди, со бразди
Τυχαίες λέξεις
Αυθορμητισμός στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: спонтаност, спонтаноста, непосредност, спонтано
Μεταφράσεις: спонтаност, спонтаноста, непосредност, спонтано