Αυθορμητισμός στα σουηδικά
Μετάφραση: αυθορμητισμός, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
spontanitet, spontaniteten, spontana, spontaneity, spontan
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυθορμητισμός
αυθορμητισμόσ λεξικο, αυθορμητισμός συνώνυμο, αυθορμητισμός νεων, αυθορμητισμός αποφθεγματα, αυθορμητισμός συνώνυμα, αυθορμητισμός λεξικό γλώσσας σουηδικά, αυθορμητισμός στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- αυθεντία στα σουηδικά - auktoritet, myndighet, myndigheten, myndighetens, myndighet som
- αυθεντικός στα σουηδικά - gedigen, autentisk, äkta, autentiska, autentiskt, giltig
- αυθόρμητος στα σουηδικά - spontan, spontant, unprompted
- αυλάκι στα σουηδικά - fåra, räffla, ränna, Plogfåran, fåran, Furrow, tilt
Τυχαίες λέξεις
Αυθορμητισμός στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: spontanitet, spontaniteten, spontana, spontaneity, spontan
Μεταφράσεις: spontanitet, spontaniteten, spontana, spontaneity, spontan