Αυθορμητισμός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αυθορμητισμός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
espontaneidade, a espontaneidade, da espontaneidade, spontaneity, de espontaneidade
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυθορμητισμός
αυθορμητισμόσ λεξικο, αυθορμητισμός συνώνυμο, αυθορμητισμός νεων, αυθορμητισμός αποφθεγματα, αυθορμητισμός συνώνυμα, αυθορμητισμός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αυθορμητισμός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αυθεντία στα πορτογαλικά - poder, autoridade, autorizações, repartição, competência, escritório, entidade, ...
- αυθεντικός στα πορτογαλικά - delicadamente, autêntico, genuíno, autêntica, fé, autênticos, faz fé
- αυθόρμητος στα πορτογαλικά - patrocinar, espontâneo, unprompted, espontaneamente, não solicitada, não incitado
- αυλάκι στα πορτογαλικά - encaixar, rego, gemido, calha, sulco, furrow, sulco de, ...
Τυχαίες λέξεις
Αυθορμητισμός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: espontaneidade, a espontaneidade, da espontaneidade, spontaneity, de espontaneidade
Μεταφράσεις: espontaneidade, a espontaneidade, da espontaneidade, spontaneity, de espontaneidade