Γλυπτό στα ολλανδικά
Μετάφραση: γλυπτό, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uithakken, beeldhouwwerk, uithouwen, beeldhouwen, beeldhouwkunst, sculptuur, beeld
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γλυπτό
γλυπτό δεθ, γλυπτό corten, γλυπτό δρομέας, γλυπτό πρωτοψάλτη, γλυπτό του ροντέν, γλυπτό λεξικό γλώσσας ολλανδικά, γλυπτό στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- γλυκύτητα στα ολλανδικά - lieftalligheid, zachtheid, beminnelijkheid, zoetheid, zoetigheid, zoet, zoete
- γλυπτική στα ολλανδικά - uithouwen, uithakken, beeldhouwen, beeldhouwwerk, beeldhouwkunst, sculptuur, beeld
- γλωσσικός στα ολλανδικά - taalkundig, linguïstisch, taal-, taalkundige, linguïstische
- γλωσσολογία στα ολλανδικά - taalwetenschap, taalkunde, linguïstiek, de taalkunde, taal-
Τυχαίες λέξεις
Γλυπτό στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: uithakken, beeldhouwwerk, uithouwen, beeldhouwen, beeldhouwkunst, sculptuur, beeld
Μεταφράσεις: uithakken, beeldhouwwerk, uithouwen, beeldhouwen, beeldhouwkunst, sculptuur, beeld