Γλυπτό στα τούρκικα

Μετάφραση: γλυπτό, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
heykeltıraşlık, heykel, Sculpture, heykeli, heykelleri, heykeller
Γλυπτό στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γλυπτό

γλυπτό δεθ, γλυπτό corten, γλυπτό δρομέας, γλυπτό πρωτοψάλτη, γλυπτό του ροντέν, γλυπτό λεξικό γλώσσας τούρκικα, γλυπτό στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • γλυκύτητα στα τούρκικα - tatlılık, sevimlilik, şirinlik, hoş koku, nezaket
  • γλυπτική στα τούρκικα - heykeltıraşlık, heykel, Sculpture, heykeli, heykelleri, heykeller
  • γλωσσικός στα τούρκικα - dilbilimsel, Dil, dilsel, linguistik
  • γλωσσολογία στα τούρκικα - dilbilim, dil bilimi, dil, Dilbilimi, linguistik
Τυχαίες λέξεις
Γλυπτό στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: heykeltıraşlık, heykel, Sculpture, heykeli, heykelleri, heykeller