Γλυπτό στα πορτογαλικά
Μετάφραση: γλυπτό, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
esculpir, escultura, barulho, sculpture, escultura de, esculturas, a escultura
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γλυπτό
γλυπτό δεθ, γλυπτό corten, γλυπτό δρομέας, γλυπτό πρωτοψάλτη, γλυπτό του ροντέν, γλυπτό λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, γλυπτό στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- γλυκύτητα στα πορτογαλικά - doçura, sweetness, a doçura, doce, suavidade
- γλυπτική στα πορτογαλικά - esculpir, barulho, escultura, sculpture, escultura de, esculturas, a escultura
- γλωσσικός στα πορτογαλικά - linguístico, linguista, linguística, lingüística, lingüístico, linguísticos
- γλωσσολογία στα πορτογαλικά - linguística, lingüística, Linguistics, a linguística, a lingüística
Τυχαίες λέξεις
Γλυπτό στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: esculpir, escultura, barulho, sculpture, escultura de, esculturas, a escultura
Μεταφράσεις: esculpir, escultura, barulho, sculpture, escultura de, esculturas, a escultura