Διωγμός στα ολλανδικά
Μετάφραση: διωγμός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
achtervolging, vervolging, de vervolging, vervolgingen, vervolgd, voor vervolging
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διωγμός
διωγμός εβραίων από ισπανία, διωγμόσ 1964, διωγμός 1914, διωγμός ποντίων, διωγμός ελλήνων από κωνσταντινούπολη, διωγμός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διωγμός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- διχόνοια στα ολλανδικά - geschil, onenigheid, tweedracht, wanklank, verdeeldheid, disharmonie
- διψασμένος στα ολλανδικά - dorstig, dorst, dorstige, dorst heeft
- διόδια στα ολλανδικά - tol, toll, tolheffing, tolgeld, toltarief
- διόρθωμα στα ολλανδικά - correctie, straf, bestraffing, spotreparaties
Τυχαίες λέξεις
Διωγμός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: achtervolging, vervolging, de vervolging, vervolgingen, vervolgd, voor vervolging
Μεταφράσεις: achtervolging, vervolging, de vervolging, vervolgingen, vervolgd, voor vervolging