Εκκαθάριση στα ολλανδικά

Μετάφραση: εκκαθάριση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
liquidatie, vereffening, faillissement, de liquidatie, de vereffening
Εκκαθάριση στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εκκαθάριση

εκκαθάριση αε, εκκαθάριση φόρου 2014, εκκαθάριση φόρου εισοδήματος 2014, εκκαθάριση φόρου, εκκαθάριση δίσκου, εκκαθάριση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εκκαθάριση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εκθρονίζω στα ολλανδικά - onttronen, te onttronen, troon te stoten, onttronen van, de troon te stoten
  • εκκένωση στα ολλανδικά - ontlading, ontladen, kwijting, lozing, afvoer
  • εκκαθαρίζω στα ολλανδικά - afwikkelen, schoonmaken, opheffen, vereffenen, reinigen, liquideren, solveren, ...
  • εκκαθαριστής στα ολλανδικά - ontvanger, liquidateur, curator, vereffenaar, liquidator, de liquidateur
Τυχαίες λέξεις
Εκκαθάριση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: liquidatie, vereffening, faillissement, de liquidatie, de vereffening