Εκκαθάριση στα πορτογαλικά
Μετάφραση: εκκαθάριση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
liquidação, de liquidação, a liquidação
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκκαθάριση
εκκαθάριση αε, εκκαθάριση φόρου 2014, εκκαθάριση φόρου εισοδήματος 2014, εκκαθάριση φόρου, εκκαθάριση δίσκου, εκκαθάριση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εκκαθάριση στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- εκθρονίζω στα πορτογαλικά - destronar, destronar o, destroná, dethrone, destronar a
- εκκένωση στα πορτογαλικά - quitação, descarga, de descarga, alta, de quitação
- εκκαθαρίζω στα πορτογαλικά - limpar, matar, liquidar, líquido, saldar, refinar, aperfeiçoar, ...
- εκκαθαριστής στα πορτογαλικά - destinatário, liquidante, liquidatário, síndico, o liquidatário
Τυχαίες λέξεις
Εκκαθάριση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: liquidação, de liquidação, a liquidação
Μεταφράσεις: liquidação, de liquidação, a liquidação