Εκσκαφέας στα ολλανδικά

Μετάφραση: εκσκαφέας, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
graafmachine, graafmachines, graafwerktuig, Mobiele graafmachines, excavator
Εκσκαφέας στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εκσκαφέας

εκσκαφέας-φορτωτής jcb, εκσκαφέας με συρόμενο κάδο, εκσκαφέας-φορτωτής, εκσκαφέας pc200, εκσκαφέας βιντεο, εκσκαφέας λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εκσκαφέας στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εκρήγνυμαι στα ολλανδικά - ontploffen, uitbarsten, losbarsten, springen, exploderen, barsten, uitbreken, ...
  • εκροή στα ολλανδικά - ontslag, ontslaan, ontzetten, royeren, afvloeiing, uitstroom, uitstroming, ...
  • εκστατικός στα ολλανδικά - zwijmeldronken, extatisch, extatische, extase, verrukt, bepaald overweldigend
  • εκστομίζω στα ολλανδικά - slaken, zuiver, uitbrengen, rein, louter, ontlokken, helder, ...
Τυχαίες λέξεις
Εκσκαφέας στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: graafmachine, graafmachines, graafwerktuig, Mobiele graafmachines, excavator