Εμπεδώνω στα ολλανδικά
Μετάφραση: εμπεδώνω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
empedono
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμπεδώνω
εμπεδώνω βικιλεξικο, εμπεδώνω στα αγγλικα, εμπεδώνω συνώνυμο, εμπεδώνω τη γλώσσα μου, εμποδίζω συνώνυμα, εμπεδώνω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εμπεδώνω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- εμπαθής στα ολλανδικά - hartstochtelijk, hatelijk, kwaadaardig, snood, boosaardig, vals, Passionate, ...
- εμπαικτικός στα ολλανδικά - spotachtig, spottende, spottend, spot, bespotten
- εμπειρία στα ολλανδικά - belevenis, bevoelen, betasten, ondervinding, aanvoelen, ervaring, gevoelen, ...
- εμπειρογνώμονας στα ολλανδικά - vakman, behendig, expert, handig, bekwaam, vaardig, raadsman, ...
Τυχαίες λέξεις
Εμπεδώνω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: empedono
Μεταφράσεις: empedono