Εμπεδώνω στα ουκρανικά

Μετάφραση: εμπεδώνω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зміцніть, поєднувати, укріпити, твердіти, empedono
Εμπεδώνω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμπεδώνω

εμπεδώνω βικιλεξικο, εμπεδώνω στα αγγλικα, εμπεδώνω συνώνυμο, εμπεδώνω τη γλώσσα μου, εμποδίζω συνώνυμα, εμπεδώνω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εμπεδώνω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • εμπαθής στα ουκρανικά - злість, жагучий, злобний, зловтішний, злорадний, злісний, гарячий, ...
  • εμπαικτικός στα ουκρανικά - глузування, висміювання, посміховище, кепкування, осміяння, посміховисько, глум
  • εμπειρία στα ουκρανικά - зазнати, випробовувати, зазнавати, випробувати, досвід, досвіду
  • εμπειρογνώμονας στα ουκρανικά - експертний, експерт, консультант, фахівець, спеціаліст, радник, консультанте
Τυχαίες λέξεις
Εμπεδώνω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: зміцніть, поєднувати, укріпити, твердіти, empedono