Εμπεδώνω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: εμπεδώνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
poder, fortificar, reforçar, consolidar, esforçar, força, empedono
Εμπεδώνω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμπεδώνω

εμπεδώνω βικιλεξικο, εμπεδώνω στα αγγλικα, εμπεδώνω συνώνυμο, εμπεδώνω τη γλώσσα μου, εμποδίζω συνώνυμα, εμπεδώνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εμπεδώνω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • εμπαθής στα πορτογαλικά - malicioso, malvado, apaixonado, passionate, Apaixonada, apaixonado que, Passional
  • εμπαικτικός στα πορτογαλικά - zombeteiro, zombaria, zombeteira, zombador, zombando
  • εμπειρία στα πορτογαλικά - experimentar, apalpar, ta tear, caro, sentir, experiência, experiência de, ...
  • εμπειρογνώμονας στα πορτογαλικά - experimentar, jeitoso, ágil, experiência, esperto, hábil, perito, ...
Τυχαίες λέξεις
Εμπεδώνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: poder, fortificar, reforçar, consolidar, esforçar, força, empedono