Καθημερινός στα ολλανδικά
Μετάφραση: καθημερινός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
daags, alledaags, dagblad, dagelijks, dagelijkse, dag
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθημερινός
καθημερινός συνώνυμο, καθημερινόσ συνώνυμα, καθημερινός καθαρισμός προσώπου, καθημερινός πολιτισμός, καθημερινός πονοκέφαλος, καθημερινός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καθημερινός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- καθηγήτρια στα ολλανδικά - leraar, lerares, schooljuffrouw, schoolmeester, onderwijzeres, onderwijzer, instructeur, ...
- καθηγητής στα ολλανδικά - leerkracht, leraar, lerares, hoogleraar, onderwijzer, instructeur, schoolmeester, ...
- καθησυχάζω στα ολλανδικά - kalmeren, bedaren, verdoven, tranquilize, te verdoven
- καθησύχαση στα ολλανδικά - geruststelling, zekerheid, verzekering, herverzekering, gerustgesteld
Τυχαίες λέξεις
Καθημερινός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: daags, alledaags, dagblad, dagelijks, dagelijkse, dag
Μεταφράσεις: daags, alledaags, dagblad, dagelijks, dagelijkse, dag