Κατάκτηση στα ολλανδικά
Μετάφραση: κατάκτηση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verovering, overwinning, veroveren, veroveringen, de verovering
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατάκτηση
κατάκτηση τησ μητρικήσ γλώσσασ, κατάκτηση 1453, κατάκτηση της ελλάδας από τους ρωμαίους, κατάκτηση της σελήνης, κατάκτηση της γλώσσας, κατάκτηση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κατάκτηση στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- κατάθλιψη στα ολλανδικά - depressie, spoor, afdruk, crisis, een depressie, depressies, van depressie, ...
- κατάκαρδα στα ολλανδικά - hartelijk, harte, van harte, heartily
- κατάληξη στα ολλανδικά - uitgang, effect, resultaat, uitkomst, gevolg, indruk, uitslag, ...
- κατάληψη στα ολλανδικά - vak, bezigheid, handwerk, ambacht, emplooi, karwei, bewoning, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατάκτηση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verovering, overwinning, veroveren, veroveringen, de verovering
Μεταφράσεις: verovering, overwinning, veroveren, veroveringen, de verovering