Κατακραυγή στα ολλανδικά

Μετάφραση: κατακραυγή, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
roep, kreet, schreeuw, verontwaardiging, geschreeuw, protest, outcry, protesten
Κατακραυγή στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατακραυγή

κατακραυγή για το πρωτοσέλιδο του «πρώτου θέματος», κατακραυγή συνωνυμα, κατακραυγή λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κατακραυγή στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κατακρίνω στα ολλανδικά - berispen, afkeuring, laken, gispen, verwerping, afkeuren, wraking, ...
  • κατακρατώ στα ολλανδικά - opfokken, voeding, blijven, leven, duren, bewaken, voedsel, ...
  • κατακτητής στα ολλανδικά - veroveraar, overwinnaar, Conqueror, de veroveraar
  • κατακτώ στα ολλανδικά - veroveren, overwinnen, te veroveren, te overwinnen, verover
Τυχαίες λέξεις
Κατακραυγή στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: roep, kreet, schreeuw, verontwaardiging, geschreeuw, protest, outcry, protesten