Κρύπτη στα ολλανδικά
Μετάφραση: κρύπτη, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
crypt, grafkelder, crypte, de crypte
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κρύπτη
κρύπτη μακεδονικού αγώνα, κρύπτη αγίας φιλοθέης, γονατάς κρύπτη, κρύπτη μελίσσια, κρύπτη τρίκαλα, κρύπτη λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κρύπτη στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- κρύβω στα ολλανδικά - pels, verbergen, geheimhouden, ontveinzen, onbekend, verstoppen, vacht, ...
- κρύος στα ολλανδικά - kou, koude, verkoudheid, kil, koud, koel
- κρύσταλλος στα ολλανδικά - kristal, kristalhelder, kristallen, crystal
- κτήμα στα ολλανδικά - goed, bezit, attribuut, bezitting, allooi, eigendom, boerderij, ...
Τυχαίες λέξεις
Κρύπτη στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: crypt, grafkelder, crypte, de crypte
Μεταφράσεις: crypt, grafkelder, crypte, de crypte