Κρύπτη στα πορτογαλικά
Μετάφραση: κρύπτη, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cripta, crypt, criptas, da cripta, das criptas
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κρύπτη
κρύπτη μακεδονικού αγώνα, κρύπτη αγίας φιλοθέης, γονατάς κρύπτη, κρύπτη μελίσσια, κρύπτη τρίκαλα, κρύπτη λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κρύπτη στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- κρύβω στα πορτογαλικά - recatar, obscuro, encobrir, agachar, esconda, pele, esconder, ...
- κρύος στα πορτογαλικά - constipação, frio, resfriado, fria, frios, a frio
- κρύσταλλος στα πορτογαλικά - cristal, de cristal, cristais, cristal de, cristalina
- κτήμα στα πορτογαλικά - terras, predicado, possessão, domínio, qualidade, granja, atributos, ...
Τυχαίες λέξεις
Κρύπτη στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: cripta, crypt, criptas, da cripta, das criptas
Μεταφράσεις: cripta, crypt, criptas, da cripta, das criptas