Κρύπτη στα τούρκικα

Μετάφραση: κρύπτη, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kilise bodrumu, crypt, kript, The Crypt
Κρύπτη στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κρύπτη

κρύπτη μακεδονικού αγώνα, κρύπτη αγίας φιλοθέης, γονατάς κρύπτη, κρύπτη μελίσσια, κρύπτη τρίκαλα, κρύπτη λεξικό γλώσσας τούρκικα, κρύπτη στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • κρύβω στα τούρκικα - deri, belirsiz, saklamak, karanlık, anlaşılmaz, gizlemek, saklanmak, ...
  • κρύος στα τούρκικα - soğukluk, soğuk, soğuk bir, soğuk algınlığı
  • κρύσταλλος στα τούρκικα - kristal, Crystal, kristali, bir kristal
  • κτήμα στα τούρκικα - mülk, nitelik, mal, özellik, arazi, emlak, ilanları, ...
Τυχαίες λέξεις
Κρύπτη στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kilise bodrumu, crypt, kript, The Crypt