Μυώ στα ολλανδικά
Μετάφραση: μυώ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beginner, myo, myo-
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μυώ
μυώ λεξικο, μυώ συνώνυμα, μυώ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μυώ στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- μυωπικός στα ολλανδικά - kortzichtig, bijziend, kippig, kortzichtige, bijziende, myopic
- μυϊκός στα ολλανδικά - gespierd, gespierde, spier, spieren, musculaire
- μυώδης στα ολλανδικά - gespierd, gespierde, spier, spieren, musculaire
- μωβ στα ολλανδικά - purperen, pimpelpaars, paars, violetkleurig, vorstelijk, purper, koninklijk, ...
Τυχαίες λέξεις
Μυώ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: beginner, myo, myo-
Μεταφράσεις: beginner, myo, myo-