Ξένοιαστος στα ολλανδικά
Μετάφραση: ξένοιαστος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zorgeloos, onbezorgd, zorgeloze, onbezorgde, zorgeloos de
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ξένοιαστος
ξένοιαστος παλαβιάρης, ξένοιαστος καβαλάρης, ξένοιαστος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ξένοιαστος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ξάρτια στα ολλανδικά - tuigage, optuigen, rigging, optuigen van, verstaging
- ξέγνοιαστος στα ολλανδικά - grof, alledaags, ordinair, toevallig, plat, vulgair, gewoon, ...
- ξένος στα ολλανδικά - vreemdeling, buitenlands, uitheems, onwennig, buitenlander, vreemd, vreemde, ...
- ξέρω στα ολλανδικά - kennen, weten, weet, jij, kent
Τυχαίες λέξεις
Ξένοιαστος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: zorgeloos, onbezorgd, zorgeloze, onbezorgde, zorgeloos de
Μεταφράσεις: zorgeloos, onbezorgd, zorgeloze, onbezorgde, zorgeloos de