Ομαλός στα ολλανδικά

Μετάφραση: ομαλός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
regelmatig, steevast, geregeld, gelijkmatig, vlakte, effen, gewoon, duidelijk, duidelijke
Ομαλός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ομαλός

ομαλός λειχήνας, ομαλός πίνακας, ομαλός θηβών, ομαλός αιγάλεω, ομαλός κρητικό κέντρο, ομαλός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ομαλός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ομίχλη στα ολλανδικά - duister, damp, duisternis, donker, mist, nevel, floers, ...
  • ομαλά στα ολλανδικά - normaal, normaliter, normaal gesproken, doorgaans, gewoonlijk
  • ομελέτα στα ολλανδικά - omelet, struif, omelette, omelet gehad, omelet van, De omelet
  • ομιλία στα ολλανδικά - conversatie, voordracht, lezing, gesprek, praten, spreken, spreekbeurt, ...
Τυχαίες λέξεις
Ομαλός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: regelmatig, steevast, geregeld, gelijkmatig, vlakte, effen, gewoon, duidelijk, duidelijke